ανασχετικός

ανασχετικός
-ή, -ό (Α ἀνασχετικός, -ή, -όν)
ο ικανός ή κατάλληλος να φέρει ανάσχεση, αναχαίτιση, σταμάτημα
αρχ.
αυτός που εγκαρτερεί, υπομονητικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀνασχετικός — enduring masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανασχετικός — ή, ό κατάλληλος να συγκρατεί, να σταματά: Ο γιατρός έδωσε φάρμακο ανασχετικό της αιμορραγίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανάσχεση — η (Α ἀνάσχεσις) νεοελλ. αναχαίτιση, συγκράτηση, σταμάτημα αρχ. 1. ανοχή, εγκαρτέρηση 2. ανέβασμα, άνοδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανέχω. ΠΑΡ. ανασχετικός] …   Dictionary of Greek

  • κατερυκτικός — κατερυκτικός, ή, όν (Α) [κατερύκω] πάπ. αυτός που περιορίζει, που αναχαιτίζει, ανασχετικός …   Dictionary of Greek

  • κατασταλτικός — ή, ό επίρρ. ά ανασταλτικός, ανασχετικός, αυτός που μπορεί να καταστέλλει: Ενέργησε σαν μια κατασταλτική δύναμη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”